Το νέο χρηματιστήριο για την απόκτηση ενός εγγράφου που κάποτε αποδείκνυε πως κάποιος υπέβαλε έγγραφα σε διαγωνιστική διαδικασία ραδιοφωνικών αδειών, έχει φτάσει ήδη στα ύψη. Το δημόσιο αν και έχει στην κατοχή του το σπάνιο πόρο που ονομάζεται συχνότητα και αν και η Οδηγία της ΕΕ είναι για την πλήρη αξιοποίηση του, αρνείται πεισματικά να εφαρμόσει την υφιστάμενη νομοθεσία για την αναλογική ή την ψηφιακή αδειοδότηση και αφήνει την υπόθεση αυτή για το μέλλον.
Ο αρμόδιος υπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης- αρμόδιους για την τεχνολογική διάσταση των ΜΜΕ δεν ασχολείται με τον κλάδο αυτό και προτιμάει προφανώς τις επευφημίες για τις επιτυχίες του στα κοινά πεδία δράσης άλλων υπουργείων. Ταυτόχρονα η απόφαση του ΣτΕ, από το 2010 για την περίπτωση του Αθήνα TV, έχει προσδιορίσει επαρκώς, ότι εφόσον δεν έχουν χορηγηθεί άδειες, δεν επιτρέπεται η παράταση του καθεστώτος αυτού. Και η αποστολή του νέου ΕΣΡ που διορίστηκε το 2017, ήταν ακριβώς αυτή της χορήγησης των αδειών σε όλα τα πεδία.
Γιατί όμως διακόπηκε η διαδικασία μετά τις τηλεοπτικές άδειες εθνικής εμβέλειας; Ποιος οφελείται από το σημερινό καθεστώς στο ραδιόφωνο; Μήπως εκείνοι που έχουν ξοδέψει σημαντικά ποσά για να αγοράσουν σταθμούς και έχουν δημιουργήσει μεγάλους- για τα δεδομένα της αγοράς- ομίλους, ωφελούνται από τη διαιώνιση του καθεστώτος. Διότι σε διαφορετική περίπτωση, αν μπουν και άλλοι μπορεί να χάσουν μερίδιο από την αγορά την οποία ελέγχουν σε σημαντικό βαθμό. Εξού και σπεύδουν στην κυβέρνηση να προτείνουν να ελέγχουν ως και 8 άδειες ανά εταιρεία.