Το μαρτύριο για τους εργαζομένους του Mega την τελευταία διετία ξεκίνησε με την άρνηση των μετόχων του (ΔΟΛ, Πήγασος, Όμιλος Βαρδινογιάννη) να αναλάβουν τις ευθύνες τους, επιχειρώντας να αποδράσουν από το κανάλι, στις αρχές του 2016. Ταυτόχρονα, οι τράπεζες κρατώντας δεσμευμένους τους λογαριασμούς της εταιρείας μετά την αποτυχημένη αύξηση μετοχικού κεφαλαίου οδήγησαν το κανάλι σε λουκέτο.
Η επιχείρηση αδειοδότησης το καλοκαίρι του 2016 ήταν η αφορμή για να διατυπωθεί το επιχείρημα: «Η κυβέρνηση θέλει να κλείσει το Mega». Το management του καναλιού ανατέθηκε ατύπως στον Θεοχάρη Φιλιππόπουλο, ο οποίος κατέθεσε αίτηση στον διαγωνισμό, που δεν έγινε αποδεκτή διότι δεν υπήρχαν οι απαιτούμενες ενημερότητες. Τον Σεπτέμβριο του 2016 σταμάτησαν τα δελτία ειδήσεων, αλλά το Mega συνέχισε. Με τη μετάδοση σειρών από την ταινιοθήκη του συγκεντρώνονταν σημαντικά έσοδα και έτσι εξυπηρετείτο το δάνειο. Οι τράπεζες κρατούσαν το κανάλι καθηλωμένο, αναθέτοντας στην Grant Thornton να συντάξει νέο business plan.
Η Digea επιχείρησε τον Μάρτιο του 2017 να υποβαθμίσει την ισχύ του σήματος του Mega λόγω του μεγάλου μεριδίου που λάμβανε από τις διαφημίσεις, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Το καλοκαίρι του ίδιου έτους η Dimera του Ιβάν Σαββίδη αγόρασε το 19,63% του Mega, αλλά μετά την επικράτηση του Βαγγέλη Μαρινάκη στον ΔΟΛ, που σήμαινε την εξασφάλιση του 22,11% του Mega, η εταιρεία απέκτησε το Epsilon. Αντί για ολική επαναφορά του καναλιού, στην έκτακτη γενική συνέλευση του Αυγούστου διορίστηκε ένα ΔΣ από άγνωστα για την τηλεόραση πρόσωπα, με ειδικότητα στις εκκαθαρίσεις επιχειρήσεων. Εκπονήθηκε ένα απίθανο σχέδιο εξυγίανσης της εταιρείας, με υπαγωγή στο άρθρο 106Β του Πτωχευτικού Κώδικα και διεκδίκηση άδειας από τρίτη εταιρεία. Κατά τη διαδικασία της αδειοδότησης του Ιανουαρίου του 2018 επιρρίφθηκαν ευθύνες από την ιδιοκτησία του Mega στο ΕΣΡ επειδή δεν απάντησε αν εγκρίνει το επιχειρηματικό του σχέδιο, αν και η Ανεξάρτητη Αρχή δεν είχε τέτοια δικαιοδοσία. Μέτοχος της Τηλέτυπος αποφάσισε να μην κατέβει η εταιρεία στον διαγωνισμό για τις άδειες με το πρόσχημα πως θα υπήρχαν συνολικά οκτώ υποψήφιοι, με αποτέλεσμα να επηρεάζεται το business plan. Τελικά, δήλωσαν συμμετοχή έξι ενδιαφερόμενοι.